- επισφάττω
- ἐπισφάττω (Α)μτνν. τ. τού επισφάζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επισφάζω — ἐπισφάζω και ἐπισφάττω (Α) [σφάζω] 1. σφάζω πάνω σε βωμό ή τάφο («καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἁβραδάτα») 2. σφάζω επί πλέον ή μετά από κάποιον («τρίτον θῡμ’ ὡς ἐπισφάξων δυοῑν») 3. αποτελειώνω τον φόνο 4. φέρνω σε δύσκολη θέση … Dictionary of Greek
προσεπισφάττω — και προσεπισφάζω Α [ἐπισφάττω / ἐπισφάζω] σφάζω και κάποιον άλλο … Dictionary of Greek